σαπουνάς

σαπουνάς
ο
αυτός που φτιάχνει ή πουλάει σαπούνια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σαπουνάς — ο, Ν παρασκευαστής ή πωλητής σαπουνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπούνι + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] …   Dictionary of Greek

  • σαπουνάδικο — το, Ν κατάστημα παρασκευής ή πώλησης σαπουνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σαπουναδ τού πληθ. σαπουνάδες τής λ. σαπουνάς + κατάλ. ικο (πρβλ. γαλατ άδ ικο)] …   Dictionary of Greek

  • σαπωνοποιός — και σαπουνοποιός, ο, Ν παρασκευαστής σαπουνιών, σαπουνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάπων / σαπούνι + ποιός*. Ο τ. σαπωνοποιός μαρτυρείται από το 1850 στον Σ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • σαπωνοπώλης — και σαπουνοπώλης, ο, Ν πωλητής σαπουνιών, σαπουνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάπων / σαπούνι + πώλης*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”